Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 

Ο ορισμός του γάμου σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο

     Γάμος, κατά το βυζαντινό δίκαιο, είναι «ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Η βάση του οικογενειακού δικαίου, ο γάμος, σημαίνει:

Α) ανδρός και γυναικός συνάφεια: δηλαδή καθιερώνεται η μονογαμία

Β) συγκλήρωσις του βίου παντός: κηρύσσεται το αδιάσπαστο της ένωσης

Γ) ζητά θείου δικαίου κοινωνία:  απαιτεί στενότατη ηθική κοινωνία των συζύγων, και

Δ) συμπληρώνει τον ορισμό με τη φράση κοινωνία ανθρωπίνου δικαίου: αναγνωρίζει πλήρη ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ ανδρός και γυναικός.

 

Η διαδικασία του αρραβώνα

Τα αρραβωνιάσματα ήταν πολύ σπουδαίο γεγονός, με επισημότητα σχεδόν θρησκευτική. Η διάλυση των αρραβώνων καταδικαζόταν από την εκκλησία και η πολιτεία επέβαλε πρόστιμο. Έτσι τα παιδιά αρραβωνιάζονταν από μικρή ηλικία. Ο νόμος του κράτους δεν επέτρεπε να παντρεύονται τα παιδιά: οι γυναίκες κάτω των 12 και8 οι άντρες κάτω των 24 ετών. Οι γονείς αποφάσιζαν για την ένωση των παιδιών τους. Οι αρραβώνες γίνονταν με γραπτό συμβόλαιο. Έστελναν προσκλήσεις σε συγγενείς και φίλους μόνο αν είχε οριστεί ημερομηνία γάμου.

 

Το νόημα και το τελετουργικό στο βυζαντινό γάμο:

Την παραμονή του γάμου κρεμούσαν στους τοίχους του δωματίου του ζευγαριού παραπετάσματα και κοσμήματα – κειμήλια, τοποθετούσαν έπιπλα και έλεγαν τραγούδια. Την ημέρα του γάμου ερχόντουσαν ντυμένοι στα άσπρα. Ο γαμπρός ερχόταν με συνοδεία οργανοπαιχτών. Η νύφη ερχόταν ντυμένη με χρυσοΰφαντο φόρεμα και λεπτοκαμωμένη μπλούζα. Το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο με πέπλο. Το σήκωνε μόνο όταν ο γαμπρός πήγαινε κοντά της. Αυτό γινόταν δήθεν για να τη δει ο γαμπρός για πρώτη φορά. Η νύφη επίσης, ήταν πολύ μακιγιαρισμένη. Μαζί ξεκινούσαν για την εκκλησία, με συγγενείς, φίλους, τραγουδιστών και με άλλους γνωστούς της οικογενείας. Στο δρόμο, από τα  μπαλκόνια, έπεφταν βιολέτες και ροδοπέταλα. Τότε, όπως και σήμερα, οι κουμπάροι κρατούσαν τα στέφανα πάνω από τα κεφάλια των νεόνυμφων. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πριν από την τέλεση του γάμου πραγματοποιούνταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου που όπως κατά την αρχαιότητα, ονομάζεται παστός. Εάν  δεν επαρκούσαν τα στολίδια, η οικογένεια της νύφης έπρεπε να δανειστεί από τους γείτονες. Συγγενείς και φίλοι έραιναν τον παστό με λουλούδια και έψαλλαν τραγούδια επαινετικά προς τον γαμπρό και τη νύφη. Χαρακτηριστικά είναι τα άσματα που αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και τα οποία απηύθυνε ο λαός προς την Αυγούστα κατά την τέλεση των γάμων της: Και λέγουσι την φωνήν : άνθη εσώρευσα  του αγρού, και εις την παστάδα εισήκα σπουδή, ζευγόνυμον ήλιον είδον εις χρυσέντιμον κλίνην άλληλα ηγκαλίζοντο ποθητήν επιθυμίαν χαρά εις τα κάλλη αυτών τα εγγλυκοθέατα, και ρόδα τα ροδεύματα χαρά εις το ζεύγον το χρυσόν.

Το θέμα των γαμήλιων προσκλήσεων διευθετούνταν συνήθως από τους γονείς των μελλονύμφων αλλά και μέσω λαλετών ή καλεστών που ίσως άφηναν στα σπίτια των προσκεκλημένων μήλο, λεμόνι, μοσχοκάρφια ή παστέλι. Απαράβατος όρος για την πραγματοποίηση του γαμήλιου μυστηρίου θεωρούνταν, τα δύο άτομα να είναι ομόθρησκα ή ομόδοξα. Η επισύναψη γάμου με απίστους, αιρετικούς και εθνικούς - ιδίως Ιουδαίους – αρχικά αντιμετωπιζόταν με αποστροφή και αργότερα κηρύχτηκε άθεσμη. Οι απαγορεύσεις αυτές αναιρούνταν μόνο σε βασιλικά συνοικέσια.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους κεκωλυμένοι θεωρούνταν οι εξής γάμοι: ίνκεστος, ο εξαίματος την σύστασιν έχων, οίον εις ανεψιάν, θείαν, εξαδέλφην δαμνάτος ο κεκωλυμένος οίον επίτροπος προς επιτροπενομένην και απελεύθερος προς πατρωνίσαν Νεφάριος δε ο παράνομος οίον προς μοναχήν ή ασκήτριαν ή και την εξ αρπαγής.

Καθ’ όλα άψογος ήταν μόνο ο πρώτος γάμος, ιερός και απαραβίαστος στα μάτια της εκκλησίας, τον οποίο ο άνθρωπος απαγορευόταν να διασπάσει. Ο δεύτερος αντιμετώπιζε περιορισμούς και θεωρούνταν ως ευπρεπής μοιχεία ο τρίτος θεωρούνταν ως πολυγαμία.

Χαρακτηριστικά επισημαίνει o Treadgold, αναφερόμενος στο πρόβλημα της τετραγαμίας του Λέωντα ΣΤ΄ του Σοφού, ότι το ακανθώδες ζήτημα της σύναψης πολλών γάμων αποτελούσε αίτιο σοβαρών αντιπαραθέσεων και επέσυρε αυστηρή τιμωρία.

Πάντως γενικά το πρόβλημα της διατήρησης της παρθενίας και το φαινόμενο της δευτερογαμίας θα πρέπει να ήταν συνηθισμένα στο Βυζάντιο εφόσον ο Ιωάννης Ο Χρυσόστομος προέτρεπε: Ου δύνασαι δια παρθενίας εισέλθειν στην εκκλησία; Είσελθε δια μονογαμίας. Ου δύνασαι δια μονογαμίας; Κάν δια δευτερογαμίας.

Οι μέλλοντες γαμπροί προτιμούσαν συνήθως παρθένους και όχι χήρες προς σύναψη γάμου. Επίσης δεν επιτρεπόταν ο γάμος σε χήρα, εάν δεν είχε παρέλθει ο πένθιμος χρόνος, δηλαδή ένα έτος από το θάνατο του συζύγου εκτός αν εκείνοι κατά το χρονικό αυτό διάστημα γεννούσε. Ο άνδρας δεν πενθούσε τη γυναίκα ούτε η μνηστή το μνηστήρα.

Απαγορευμένος ήταν και ο γάμος μεταξύ ατόμων προερχομένων από διαφορετικές τάξεις. Επί Ιουστινιανού όμως λόγω της Θεοδώρας εμφανίστηκε μία χαλάρωση των αυστηρών αυτών κανόνων.

Όσον αφορά την ενδυμασία των προσκεκλημένων και των μελλόνυμφων, οι μεν πρώτοι φορούσαν το ένδυμα του γάμου όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Χρυσόστομος παραπέμποντας στην Αγία Γραφή, δηλαδή τα καλύτερα φορέματά τους καθαρά και όχι μαύρα. Η νύφη εμφανιζόταν λαμπροστολισμένη, καλυμμένη με πέπλο από το κεφάλι ως τα πόδια και δεν έπρεπε να φοράει μαύρα παπούτσια. Η ενδυμασία του γαμπρού επίσης κατάλληλη για την περίσταση. Την ώρα του γάμου κατέφθαναν στο σπίτι της νύφης μουσικοί και δαδούχοι γιατί αρχικά τουλάχιστον, το μυστήριο γινόταν την νύχτα. Μόλις ο γαμπρός έκανε την εμφάνισή του, προκαλούσαν θόρυβο και έριχναν μήλα και τριαντάφυλλα. Στη συνέχεια παρουσιαζόταν η νύφη υπέροχα στολισμένη και καλυμμένη με πέπλο, ανέβαινε «επί οχήματος καταστέγου» και άρχιζε με τραγούδια η νυφική πομπή προς την εκκλησία την οποία έραιναν καθ’ οδόν με τριαντάφυλλα και βιολέτες, καίγοντας κατά διαστήματα αρωματικά ξύλα.

Το λουτρό της βασιλικής νύφης πραγματοποιούνταν την Τρίτη μέρα από τη διεξαγωγή του γαμήλιου μυστηρίου, δεν φαίνεται όμως πιθανόν ότι το αυτό συνέβαινε και στην περίπτωση της λαϊκής κόρης. Ίσως το λουτρό να γινόταν πριν από το γάμο.

Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ο γάμος ήταν καθαρά αστική υπόθεση, γι’ αυτό συνήθως την τελετή στέψης πραγματοποιούσε ο πατέρας του γαμπρού. Όμως είδη από τον 4ο αιώνα κάποιες οικογένειες καλούσαν προαιρετικά ιερέα για την «ευλογία». Τον 6ο αιώνα συνήθως ο πατριάρχης τελούσε τη στέψη στους αυτοκρατορικούς γάμους. Η Εκλογή επικύρωσε την εκκλησιαστική «ευλογία» ως εναλλακτική ολοκλήρωσης ενός γάμου και ο Λέων, με την 89η Νεαρά του, έδωσε για πρώτη φορά στην εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να νομιμοποιεί τους γάμους, θέτοντας στην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τα νομικά προβλήματα του γάμου, το διαζύγιο και της συνέπειές του.  «ευλογία» έγινε υποχρεωτική και η εκκλησιαστική κανονική νομοθεσία επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό στη ζωή των Βυζαντινών. Από τους 8ο και 9ο αιώνα ο γάμος γινόταν υποχρεωτικά στο ναό από τον ιερέα της κοινότητας ή από τον επίσκοπο εάν οι μελλόνυμφοι ήταν ευπορότατοι.

Την ημέρα πραγματοποίησης της στέψης ήταν κάποτε Κυριακή και ο χρόνος καθοριζόταν από την εκκλησία και την λαϊκή πρόληψη. Κατά την τελετή του γαμήλιου μυστηρίου, το ζευγάρι συμμετείχε στη Θεία Ευχαριστία με σκοπό να ταυτιστεί η ένωση με το σώμα και το αίμα του Χριστού και να αποκτήσει την ανάλογη ιερότητα.

Σύντεκνος [στεφάνων] ή παράνυφος γινόταν συνήθως ο ανάδοχος, ο οποίος κρατούσε κατά την περιφορά τα στέφανα. Πριν από την τελετή του μυστηρίου, ο ιερέας όφειλε να διερευνήσει εάν υπήρχαν κωλύματα που εμπόδιζαν τη σύναψη του γάμου. Στη συνέχεια ένωνε τα χέρια των μελλόνυμφων και ανταλλάσσονταν τα δαχτυλίδια. Κατά την περιφορά τους έριχναν σουσάμι ή κριθάρι για την επίτευξη πολυγονίας. Μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής οι προσκεκλημένοι ασπάζονταν τα στέφανα και τους μελλόνυμφους με ευχές, προσφέροντας ταυτόχρονα δώρα.

Κατόπιν η νύφη κατευθυνόταν προς το σπίτι του γαμπρού υπό τους ήχους αυλού, κιθάρας και συνοδεία τραγουδιών Τα άσματα αυτά, αρχικά λαϊκά, αντικαταστάθηκαν συν τω χρόνω, υπό την επίδραση της εκκλησίας, από θρησκευτικούς ύμνους. Οι προσκεκλημένοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι – όσο το δυνατό πολυτελέστερο όπου γυναίκες και άνδρες έτρωγαν χωριστά – πρόσφεραν δώρα και έψαλλαν παστικά άσματα στα οποία εξυμνούσαν τα προσόντα των νεόνυμφων. Για την εκτέλεση των γαμήλιων χορών καλούνταν ορχήστρες, γυναίκες του θεάτρου, μίμοι. Κατά την έναρξη του ολονύχτιου φαγητού ο γαμπρός αντίκριζε για πρώτη φορά τη νύφη σηκώνοντάς της το πέπλο ενώ οι καλεσμένοι έτρωγαν τραγουδώντας κατά διαστήματα τα επιθαλάμια και κάνοντας μεγάλο θόρυβο με κύμβαλα, τύμπανα και κρόταλα.

Τέλος, αφού έψαλλαν το κατακοιμητικό στο ζεύγος και αυτό αποσυρόταν στο νυφικό θάλαμο, οι καλεσμένοι αποχωρούσαν. Τότε, πολλές φορές οι νεόνυμφοι αντί να περάσουν τη νύχτα σαν σύζυγοι αποφάσιζαν να λατρέψουν τα Θεία και να ζήσουν σαν αδερφοί· άλλοτε πάλι ο ένας από τους δύο κατέφευγε κρυφά στο βουνό ή σε μοναστήρι, επηρεασμένος από την ασκητική θρησκευτική τάση της εποχής.

Το πρωί της επόμενης ημέρας γινόταν το παραξύπνημα των συζύγων από τους συγγενείς και φίλους, οι οποίοι έψαλλαν τα ανάλογα άσματα. Παράλληλα εξέθεταν το χιτώνα της νύφης σε κοινή θέα ως πειστήριο της παρθενίας της· σε αντίθετη περίπτωση, ο σύζυγος θεωρούσε τον εαυτό του προσβεβλημένο και είχε το δικαίωμα να πάρει διαζύγιο.

Οι γαμήλιες διασκεδάσεις διαρκούσαν επτά μέρες. Μετά το πέρας αυτών, ο ιερέας διάβαζε την ευχή λύσης του παστού και η όλη γαμήλια διασκέδαση έπαιρνε τέλος.

 

Τα δώρα του γάμου

Τον 7ο αιώνα επικρατούσε ο γαμπρός να δίνει δώρο στη νύφη το δαχτυλίδι του γάμου. Έδινε και μία ζώνη. Αυτό το δαχτυλίδι δεν είναι το ίδιο με το δαχτυλίδι του γάμου. Έχουν σωθεί πολλά γαμήλια δαχτυλίδια παρά ζώνες. Μόνο οι πλούσιοι έδιναν και τα δύο δώρα. Τα δαχτυλίδια δεν ήταν μόνο χρυσά αλλά και ασημένια ή ακόμα και χάλκινα. Τα χρυσά δαχτυλίδια ήταν στρογγυλά ή οκταγωνικά. Είχαν διακόσμηση με βιβλικές σκηνές στις επτά πλευρές τους. Η 8η είχε ένθετη διακόσμηση μικρό πλακίδιο από πολύτιμο λίθο με κάποια σκηνή γάμου. Συνήθως, είχε το Χριστό ανάμεσα στους νεόνυμφους σαν να θέλει να ενώσει τα χέρια τους. Άλλη σκηνή είχε έναν Σταύρο ανάμεσα στο ζευγάρι με τα στέφανα του γάμου πάνω στα κεφάλια τους. Ήταν, επίσης, χαραγμένη η λέξη: ΟΜΟΝΟΙΑ στο πάνω μέρος του Σταυρού. Τα δαχτυλίδια προήλθαν από ένα έθιμο που λέει ότι κυκλοφορούσαν αναμνηστικά νομίσματα την ημέρα του γάμου τους. Οι ζώνες που διασώθηκαν είναι πολύ πιο περίτεχνα έργα μικροτεχνίας από τα δαχτυλίδια και φυσικά πιο δαπανηρά. Οι πιο πολλές ζώνες αποτελούνται από μία σειρά δίσκων ή νομισμάτων ή χρυσών μενταγιόν, στα άκρα είχε δύο μεγαλύτερα και είχε και αγκράφες. Τα πλακίδια είχαν παραστάσεις με ειδωλολατρικά μοτίβα που έκαναν αντίθεση με τα άκρα που είχαν τον Χριστό. Πρόσθεταν εγχάρακτη επιγραφή: ΕΚ ΘΕΟΥ ΟΜΟΝΟΙΑ ΧΑΡΙΣ ΥΓΕΙΑ.

 

Η προίκα

Η προίκα της γυναίκας ασφαλιζόταν με πολύ επιμέλεια για την ίδια. Νόμιμες διαθήκες που είχαν κυρωθεί, ήταν συνηθισμένες στο Βυζαντινό κόσμο και σεβαστές. Προφορικές διαθήκες που είχαν εκφραστεί με την παρουσία μαρτύρων θεωρούνταν επίσης σεβαστές. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομοθεσία κι αργότερα τη βυζαντινή, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να κληροδοτήσει την προίκα της γυναίκας του στα παιδιά του, αλλά και οφείλει πρώτα να εξασφαλίσει σε αυτήν αρκετή κληρονομιά για να συντηρηθεί, χρήματα, έπιπλα, δούλους, επίσης το τυχόν δικαίωμα που είχε για δωρεάν ψωμί από τους κρατικούς φούρνους. Όλα αυτά βέβαια ίσχυαν στην πε3ρίπτωση που ο σύζυγος έφτανε πρώτος στο τέρμα της ζωής του. Η σύζυγος, όταν χήρευε, έμενε νόμιμος προστάτης των παιδιών τους και διαχειριζόταν την περιουσία του μακαρίτη. Αυτά ίσχυαν αν δεν ξαναπαντρευόταν η σύζυγος. Αν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους προσφερόταν μία επισκοπική έδρα στο σύζυγο, μπορούσε να δεχθεί αν συμφωνούσε και η γυναίκα του με την θέλησή της να τον αφήσει και να μπει και αυτή σε μοναστήρι.

 Ελένη Σταγιά, Χαχάλη Βασιλική, Β'3

 

Στην κορυφή της σελίδας Επιστροφή στην αρχή της σελίδας

Επιστροφή στις Εργασίες